ρόλος

Greek Monolingual

ο, Ν
1. το πρόσωπο, ο χαρακτήρας σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που υποδύεται ένας ηθοποιός
2. η συμβολή, η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή γεγονός («έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη του κόμματος»)
3. (κοινων.) η αναμενόμενη συμπεριφορά από ένα άτομο που κατέχει μια δεδομένη κοινωνική θέση
4. κύλινδρος τυλιγμένου χαρτιού
5. φρ. α) «τί ρόλο παίζει αυτός;» — ποιες ακριβώς είναι οι δραστηριότητές του ή οι αρμοδιότητες του; β) «δεν παίζει κανέναν ρόλο» — δεν έχει καμιά σημασία, δεν ασκεί καμιά επίδραση
γ) «παίζει τον ρόλο του ήρωα» — αυτοπροβάλλεται ως ήρωας ή υποκρίνεται τον ήρωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. role < λατ rotulus «κύλινδρος»].