ρόπαλο

Greek Monolingual

το / ρόπαλον, ΝΜΑ
ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο του Ηρακλέους»)
αρχ.
1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον γάιδαρο, ως ποιμενικό ραβδί, γκλίτσα, και ως κυνηγετικό όπλο
2. το ρόπτρο της θύρας
3. το ανδρικό μόριο
4. το φυτό νυμφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥόπ- του ῥέπω + επίθημα -αλον (πρβλ. κρόταλον)].