σίπαρος
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, auch σίφαρος, lat. supparum, τὸ ἱστίον τὸ ἐν τῇ πρύμνῃ κρεμάμενον, bei Arr. Epict. 3, 2, σιπάρους ἐπαίρειν, das lat. suppara summis velis annectere, alle Segel beisetzen, sich mit allen Segeln in die Flucht begeben.
Greek Monolingual
ο, Ν
ναυτ. το ελαφρό τετράγωνο πανί που βρίσκεται πάνω από τον φώσωνα, τον παπαφίγγο, κν. κούντρος ή κοντραπαπαφίγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. supparus, -i / supparum, -i / siparum, -i «οθόνη, ιστίο» (< supo / sipo «ρίχνω, απλώνω, σκορπίζω»)].