σαλαγώ

Greek Monolingual

σαλαγῶ, -έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν
1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή
2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.)
αρχ.
1. κροτώ ή βουίζω
2. βατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + ουρανικό ένθημα -αγ- (πρβλ. σέλας: σελαγῶ). Για το ζεύγος σαλαγῶ: σαλάσσω, πρβλ. παταγῶ: πατάσσω)].