σαλιάρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. τεμάχιο από ύφασμα ή από πλαστικό που δένεται γύρω από τον λαιμό και σκεπάζει το στήθος τών μικρών παιδιών για να μην λερώνονται από τα σάλια που τους διαφεύγουν από το στόμα
2. γενική κοινή ονομασία περκόμορφων ιχθύων της πολυπληθούς υπόταξης βλεννιοειδείς και, ιδίως, της οικογένειας βλεννιίδες, τών οποίων κύρια χαρακτηριστικά είναι η πλήρης σχεδόν απουσία λεπιών και η στιλπνή βλεννώδης έκκριση που καλύπτει το σώμα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. σαλιάρης].