σαρίκι
Greek Monolingual
και σαρίκιο, το, Ν
1. λεπτό λευκό ύφασμα που τυλίγουν οι μωαμεθανοί ιερωμένοι και άλλοι επίσημοι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι
2. κάλυμμα του κεφαλιού από περιτυλιγμένη ταινία που φορούν οι Ινδοί
3. η κίδαρις τών αρχαίων Περσών
4. ανδρικός κεφαλόδεσμος, ιδίως το μαύρο μαντίλι που φορούν στο κεφάλι οι Κρητικοί
5. είδος κόμπου για το δέσιμο τών καραβόσχοινων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σαρίκι, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. καισαρίκιο «το στέμμα τών καισάρων» με αποκοπή της συλλαβής και-, λόγω του ότι συνεχύθη με τον σύνδ. καί. Κατ' άλλους, όμως, η λ. έχει προέλθει από το καισαρίκιο μέσω του τουρκ. sarik (< καισαρίκιο)].