σηκόω

English (LSJ)

A weigh, balance, IG22.1407.41, Plu.2.928d (Pass.).
II Dor. σάκωσε· κατέκλεισεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 873] wägen, abwägen, ins Gleichgewicht bringen, οὕτως οὐ ταῖς ῥοπαῖς σεσήκωται κατὰ βάρος καὶ κουφότητα τῶν σωμάτων ἕκαστον, ἀλλ' ἑτέρῳ λόγῳ κεκόσμηται, Plut. de fac. orb. lun. 15, jeder der himmlischen Körper ist nicht nach der Schwere seiner Masse mit dem andern ins Gleichgewicht zusammengestellt.

French (Bailly abrégé)

σηκῶ :
peser, mettre en équilibre.
Étymologie: DELG σείω.

Russian (Dvoretsky)

σηκόω: приводить в равновесие, уравновешивать (ταῖς ῥοπαῖς τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σηκόω: ζυγίζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 151, 40, Πλούτ. 2. 928D· πρβλ. ἀντισηκόω.

Greek Monotonic

σηκόω: μέλ. -ώσω, ζυγίζω, σταθμίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to weigh, balance, Plut.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ζυγίζω). Ἀπό τό σηκός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.