σιγάζω
English (LSJ)
bid one be silent, silence him, Ζεφύρου πνοάς Pi.Parth.2.16; τινα (ς) X.An.6.1.32, D.C.64.14; τύμπανα Opp.C.3.286:—Pass., D.C.39.34.
German (Pape)
[Seite 877] Einen schweigen heißen, zum Schweigen bringen, beschwichtigen, τινά, Xen. An. 5, 9, 32, wohl nur an dieser einen Stelle vorkommend.
French (Bailly abrégé)
faire taire, acc..
Étymologie: σιγάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῑγάζω [σιγή] tot zwijgen brengen.
Russian (Dvoretsky)
σῑγάζω: заставлять (за)молчать (τινα Xen.).
English (Slater)
ςῑγάζω silence σειρῆνα δὲ κόμπον κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σιγή
(μτβ.) επιβάλλω σιωπή σε κάποιον ή σε κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να σιωπήσει
νεοελλ.
1. (για πόνο, δίψα ή πείνα) σταματώ, καταπαύω
2. (αμτβ.) παύω
αρχ.
καταπραΰνω, κατασιγάζω («ζεφύρου πνοὰς σιγάζειν», Πίνδ.).
Greek Monotonic
σῑγάζω: (σιγή), υποχρεώνω κάποιον να σιωπήσει, τινά, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγάζω: παραγγέλω τινὰ νὰ σιγήσῃ, ἐπιβάλλω σιγὴν εἴς τινα, τινὰ Ξεν. Ἀν. 6. 1, 32· τύμπανα Ὀππ. Κυν. 3. 286. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπὶ τοῦ σιγᾶν λιπαροῦντα».