κατασιγάζω
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
put to silence, Arist.HA614a20, Ael.VH14.9; τὸν δῆμον Hdn.1.9.3; σάλπιγγα Ael.NA16.23:—Pass., Posidon.36 J.; τὰ Πινδάρου ἤδη κατασεσιγασμένα not now perused, Ath.1.3a (cf. Eup. 366).
French (Bailly abrégé)
faire taire, acc..
Étymologie: κατά, σιγάζω.
German (Pape)
[ῑ], zum Schweigen bringen, beschwichtigen, Arist. H.A. 9.8 und Sp.; σάλπιγγα Ael. H.A. 16.23. – Pass., Ath. I.3a.
Russian (Dvoretsky)
κατασῑγάζω: заставлять умолкнуть (τινά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασῑγάζω: μέλλ. -άσω, ποιῶ τινα σιγᾶν, κάμνω τινὰ νὰ σιωπήσῃ, κελεύω σιγήν, (= ἐπέχειν τὰς γλώττας ἀνακηρύττω, πρβλ. Λατ. linguis favere jubeo)· κατασιγαζόντων τῶν ἱεροκηρύκων Συνέσ.· σάλπιγγα Αἰλ. π. Ζ. 16. 23, πρβλ. 14. 9· τὸν δῆμον κατασιγάσας τῷ τῆς χειρὸς νεύματι Ἡρῳδιαν. 1. 9, 7· τοὺς λοιποὺς κατασιγάσας, ἡσυχάζειν τε προστάξας 7. 5, 10· τὸν ἄρρενα πέρδικα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 10·― Παθ., τὰ Πινδάρου ἤδη κατασεσιγασμένα ὑπὸ τῆς τῶν πολλῶν ἀφιλοκαλίας, δὲν εἶναι πλέον ἐν πολλῇ χρήσει, δὲν ἀναγινώσκονται, Ἀθήν. 3Α.
Greek Monolingual
(AM κατασιγάζω)
1. κάνω κάποιον να σωπάσει, επιβάλλω σιγή («κατασιγάζειν σάλπιγγα», Αιλ.)
2. καταπραΰνω, καταστέλλω (α. «κατασιγάζω τα πάθη» β. «ἐνίοτε φασὶν οἱ ἔμπειροι τὸν ἄρρενα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν», Αριστοτ.)
αρχ.
παθ. κατασιγάζομαι
βρίσκομαι σε αχρησία, δεν χρησιμοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σιγάζω «κάνω κάποιον να σωπάσει»].