σιδεροκέφαλος
Greek Monolingual
και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος
β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας
3. (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -η
λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλα
ζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη της μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλοκέφαλος.