σιμιγδάλι

Greek Monolingual

και σεμιγδάλι, το, Ν
χοντρό αλεύρι καλής ποιότητας, κυρίως από σκληρό σιτάρι, που παρασκευάζεται με την άλεση κόκκων που είχαν προηγουμένως διαβραχεί με νερό, διαδικασία ακολουθούμενη από ξήρανση και κοσκίνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σεμιγδάλι < αρχ. σεμιδάλιον, υποκορ. του σεμίδαλις «σιμιγδάλι», ενώ ο τ. σιμιγδάλι < σεμιγδάλι με αφομοίωση. Το -γ- του τ. αναπτύχθηκε πιθ. κατ' επίδραση του αμύγδαλο].