σκέπαστρο

Greek Monolingual

το / σκέπαστρον, ΝΑ
σκεπαστήριο, σκέπασμα
νεοελλ.
1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη
2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα εχθρικά πυρά
3. πλαίσιο με υαλοπίνακες ή με διαφανές πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κάλυψη και προφύλαξη φυτωρίων ή σπορείων
4. φρ. «σκέπαστρο πυραύλων»
τεχνολ. το κωνικό πρόσθιο τμήμα ενός πυραύλου, που προστατεύει το ωφέλιμο βάρος δορυφόρου ή διαστημοπλοίου κατά τη διέλευσή του από τα κατώτερα και πυκνότερα στρώματα της ατμόσφαιρας και που, συνήθως, αποσπάται αργότερα από τον πύραυλο και πέφτει
αρχ.
κάλυμμα της κεφαλής, καλύπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον, πίεστρον)].