σκαλώνω

Greek Monolingual

Ν σκάλα
1. ανέρχομαι σε ψηλό ή δύσβατο τόπο με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών μου, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι
2. (μτβ.) αναρτώ, κρεμώ
3. μτφ. α) αγκιστρώνομαι πιάνομαι σε αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια έτσι ώστε να εμποδίζεται η ελευθερία τών κινήσεών μου (α. «σκάλωσα στα σύρματα και έσχισα το πουκάμισό μου» β. «η πετονιά σκάλωσε στα βράχια και κόπηκε»)
β. (για υποθέσεις, επιδιώξεις, ενέργειες) προσκρούω σε εμπόδιο, σκοντάφτω, σταματώ, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («η δουλειά σκάλωσε στα ανώτερα κλιμάκια»).