σκαριφητήρας
Greek Monolingual
και σκαριφιστήρας, ο, Ν
1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών
2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό της επιφάνειας του εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ. -τήρας (πρβλ. κινητήρας)].