σκεπή
Greek Monolingual
η, Ν
1. κατασκεύασμα που καλύπτει το πάνω μέρος οικοδομήματος, η στέγη («ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα», Σεφέρης)
2. το επάνω μέρος αυτοκινήτου
3. καλύπτρα («και του λειψάνου η συνοδιά μαύρες σκεπές ντυμένη», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεπή έχει σχηματιστεί από το αρχ. σκέπη με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς άλλα ζεύγη αρχ. λ., με διαφορά στον τονισμό (πρβλ. σκάφη: σκαφη, κάμπη: καμπή)].