σκλαβώνω
Greek Monolingual
Ν
1. κάνω κάποιον σκλάβο, αιχμαλωτίζω, υποδουλώνω
2. μτφ. γοητεύω («τον σκλάβωσε με την ομορφιά της»)
3. υποχρεώνω κάποιον με τις περιποιήσεις μου («μάς σκλάβωσε με τη φιλοξενία του»)
4. (σχετικά με πράγμα) περιορίζω, μαζεύω («τα σκλαβωμένα σου εξεχείλιζαν μαλλιά, / φτωχούλα μου, απ' το μαύρο σου μαντίλι», Πορφύρ.)
5. (συν. το παθ.) σκλαβώνομαι
δεσμεύομαι με βαριά υποχρέωση ηθικής ή νομικής φύσης («σκλαβώθηκε από μικρός» — δεσμεύθηκε με γάμο σε νεαρή ηλικία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβώνω < Σλάβος (βλ. λ. σκλάβος)].