σκληρόκοιτος

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που κοιμάται σε σκληρή κλίνη, σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. αγλαόκοιτος].