σκοποβολή

Greek Monolingual

και σκοποβολία, η, Ν
1. στρ. α) βολή εναντίον ορισμένου στόχου
β) άσκηση στη σκόπευση με φορητό πυροβόλο όπλο
2. (αβλ.) άθλημα κατά το οποίο εκτελείται βολή εναντίον στόχων διαφόρων μορφών με τυφέκια, μικρά όπλα και κυνηγετικά όπλα ως εξάσκηση στην ικανότητα καλής σκόπευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός (ΙΙ) + βολή / -βολία. Η λ. σκοποβολή μαρτυρείται από το 1868 στους Δ. Νικολάου και Χρ. Γρηγορά, ενώ ο τ. σκοποβολία από το 1879 στον Ν. Δραγούμη].