σκορβούτο

Greek Monolingual

και σκορμπούτο, το, Ν
1. ιατρ. η κλινική μορφή της υποβιταμίνωσης C, μία από τις πιο παλαιές διαταραχές της θρέψης, που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης C και χαρακτηρίζεται από πρήξιμο και αιμορραγία τών ούλων, από χαλάρωση τών δοντιών, πόνο και δυσκαμψία στις αρθρώσεις και στα κάτω άκρα, υποδόρια αιματώματα, αιμορραγίες τών εσωτερικών ιστών, αργή επούλωση τών πληγών, αναιμία και προϊούσα καχεξία
2. φρ. «παιδικό σκορβούτο» ή «σκορβούτο τών νεογνών»
ιατρ. σκορβούτο που προσβάλλει τα μικρά παιδιά τα οποία τρέφονται με υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος χωρίς βιταμίνη C και χαρακτηρίζεται, κυρίως, από εξοίδηση τών κάτω άκρων, από πόνους τών αρθρώσεων και από αλλοιώσεις τών αναπτυσσόμενων οστών, αλλ. νόσος του Μπάρλοου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scorbuto].