σκουντουφλώ
Greek Monolingual
και σκοντουφλώ, -άω, Ν
προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ.
β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. του ρ. Κατά μία άποψη < αμάρτυρο τ. κοντυλο-τυφλώ / τυφλο-κοντυλώ < τυφλός + κονδυλίζω «σκοντάφτω», δηλ. σκοντάφτω σαν τυφλός. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει παραχθεί από το ουσ. σκοντούφλα / σκουντούφλα (βλ. λ. σκουντούφλα) ή με συμφυρμό από το ρ. σκοντάφτω + τύφλα / τυφλός. Κατ' άλλους, τέλος, το ρ. έχει σχηματιστεί από το ουσ. σκουντουφλιά < αμάρτυρο τ. κουτουφλιά < κοτουφλιά < κοτοτυφλιά «η τύφλα τών ορνίθων»].