χάμω

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

και χάμου Ν
επίρρ. τοπ. καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί, κατά τα επιρρ. έξω, επάνω, κάτω, και με αναβιβασμό του τόνου μέσω ενός τ. χάμαι. Ο τ. χάμου < χάμω κατά τα αλλού, παντού].