τύφλα
From LSJ
τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire
Greek Monolingual
η, Ν
1. τυφλότητα, στραβομάρα
2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα
3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» — λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος
4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» — πολύ μεθυσμένος, πίτα
β) «τύφλα νά 'χει ο τάδε μπροστά στον δείνα» — ο δείνα είναι πολύ ανώτερος του τάδε, δεν συγκρίνεται μαζί του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός, κατά το σχήμα εχθρός: έχθρα, μωρός: μώρα].