σοκολάτα
Greek Monolingual
και τσοκολάτα και τσικολάτα, η, Ν
1. εδώδιμο προϊόν που παρασκευάζεται κυρίως από κακάο, ζάχαρη και γάλα και απαντά σε συμπαγή μορφή ή σε σκόνη
2. ρόφημα ή γλύκισμα που παρασκευάζεται από σοκολάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. chocolate < μεξικαν. chocolatl < xocoatl, λ. της γλώσσας Ναγουάτλ (πιθ. < xococ «πικρός, ξινός» + atl «νερό»)].