σουρώνω
Greek Monolingual
Ν
1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια»)
2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω
3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα»)
4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ
β) εξασθενώ, αδυνατίζω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, -η, -ο
μεθυσμένος («σουρωμένος θα 'ρθω πάλι στην παλιά μας γειτονιά...»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ / -ώνω «στραγγίζω» (< Σείριος). Για την τροπή του /i/ (-ει-) σε -ου-, πρβλ. σουσουράδα < σεισουρά(δα)].