στάμπα

Greek Monolingual

η, και στάμπο, το, Ν
1. τύπος γραμμάτων, λέξεων, συνθηματικών σημείων από ξύλο ή άλλο υλικό, σφραγίδα
2. το αποτύπωμα αυτού του τύπου
3. ύφασμα χρωματισμένο με τον τύπο αυτό
4. πρότυπο σχέδιο, αχνάρι για την κατασκευή υποδημάτων κ.ά. ειδών
5. η τυπογραφική τέχνη
6. φρ. «τήν (ή τον) έχουν με τη στάμπα» — είναι πασίγνωστα στους άλλους αυτά που θεωρεί μυστικά ο ίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stampa].