αχνάρι
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
και χνάρι, το
1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων
2. ίχνος, σημάδι
3. το πέλμα του ποδιού
4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν. ιχνάριον, υποκορ. του αρχ. ίχνος, με αφομοίωση του αρκτικού φωνήεντος προς το φωνήεν της συλλαβής που ακολουθεί (πρβλ. απάνω < επάνω, αργάτης < εργάτης, αστακός < οστακός)].