Ν στάλος / σταλός]]1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου.