σταφίδα
Greek Monolingual
η / σταφίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σταπίς και ἀσταφίς Α
ποικιλία κλήματος με σταφύλια χωρίς κουκούτσι τα οποία τρώγονται και νωπά ή αποξηραμένα στον ήλιο και διατηρημένα, καθώς και ο καρπός αυτού του κλήματος
νεοελλ.
(βοτ.-γεωπ.)
1. ο αποξηραμένος καρπός ορισμένων ποικιλιών αμπελιού
2. κοινή ονομασία της άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, αλλ. σταφιδάμπελος
3. ο καρπός της ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, κν. μαύρη ή κορινθιακή σταφίδα
4. (κατ' επέκτ.) ο καρπός κάθε ποικιλίας αμπελιού ο οποίος μπορεί να καταναλωθεί σε αποξηραμένη μορφή, όπως είναι η σουλτανίνα
5. φρ. α) «φυσικές σταφίδες» — σταφίδες που ξηραίνονται στον ήλιο στη φυσική τους κατάσταση
β) «έγινε σταφίδα»
i) μέθυσε πολύ
ii) γέμισε ρυτίδες
αρχ.
φρ. «σταφὶς ἡ ἀγρία» — το φυτό σταφισαγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἀσταφίς.