στερεοποίηση

Greek Monolingual

η / στερεοποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ στερεοποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στερεοποιώ
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. μετάπτωση ενός σώματος από την υγρή ή την αέρια φάση στη στερεά κατάσταση
2. (πετρογρ.) η πήξη λειωμένου και διάπυρου μάγματος και ο σχηματισμός πλουτωνιτών και ηφαιστιτών.