στιγματισμός
Greek Monolingual
ο, Ν στιγματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στιγματίζω, η δημιουργία στιγμάτων με έγκαυση ή με εγχάραξη
2. πρόκληση κηλίδων, δημιουργία λεκέδων
3. φυσ. ο χαρακτήρας ενός στιγματικού οπτικού συστήματος
4. ιατρ. η εμμετρωπία
5. εμφάνιση στιγμάτων στο δέρμα
6. (ειδικά) η δερματόστιξη ή δερματοστιξία, κν. τατουάζ
7. μτφ. ηθική μομφή, έντονη καταγγελία, δημόσια και δριμεία επίκριση.