στῦψις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A contraction, astringency, Thphr. De Odoribus 32, Diph.Siph. ap.Ath.3.80f, Dsc.1.39, Sor.1.81, Phylotim. ap. Orib.4.10.2, Aret.SA 2.2; of food which has a costive effect, Hp.Acut.10, cf. Aen.Gaz.Ep. 20; contraction of the skin, Sch.Il.14.216.
II in dyeing, steeping of the fabric in an astringent solution, to prepare it for taking the dye, Arist.Col.794a29 (pl.).
III in perfumery, thickening of oil with certain drugs to make it retain the scent longer, Dsc.1.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 960] εως, ἡ, das Zusammenziehen, Dicht-, Festmachen, auch das Zusammenziehen durch sauern Geschmack. – Bei der Färberei, Beizung u. Zurichtung der Wolle, um die Farbe durch den Gebrauch zusammenziehender Mittel ächt zu machen. – Auch bei Bereitung wohlriechender Oele od. Salben, gewisse Materialien hinzuthun, welche durch ihre zusammenziehende Kraft den Wohlgeruch länger erhalten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στῦψις: -εως, ἡ, στυφάδα, τῶν δὲ πεπόνων εὐχυλότερα μὲν εἶναι τὰ γλυκέα καὶ εὐεκκριτώτερα διὰ τὸ στῦψιν μὴ ἔχειν Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 80Ε· ἐπὶ τροφῆς ἐχούσης στυπτικὴν δύναμιν καὶ προξενούσης δυσκοιλιότητα, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385· συστολὴ τοῦ δέρματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 216. ΙΙ. ἐν τῇ βαφικῇ τὸ ἐμβάπτειν τὸ πρὸς βαφὴν ὕφασμα εἰς στυπτικήν τινα διάλυσιν, οἷον στυπτηρίας, ὅπως καλῶς προσλάβῃ τὴν βαφήν, Ἀριστ. π. Χρωμ. 4. 4, Κλήμ. Ἀλ. 237, 792· - sufficere lanam medicentis, ut purpuram comabat, Κικ. ΙΙΙ. ἐν τῇ μυρεψικῇ, ἡ συμπύκνωσις ἢ σύμπηξις ἐλαίου διὰ στυπτικῶν φαρμάκων ὥστε νὰ δύνηται νὰ συγκρατῇ τὴν εὐωδίαν τοῦ ἀρωματικοῦ μίγματος ἐπὶ μακρότερον χρόνον, Διοσκ. 1. 5· πρβλ. στῦμμα.
Russian (Dvoretsky)
στῦψις: εως ἡ тж. pl. (в красильном производстве) закрепление краски, фиксация Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στῦψις -εως, ἡ [στύφω] samentrekkende of adstringerende werking.