συμβαλλομάχος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, joining in the fight, ib., Et.Gud.
Greek (Liddell-Scott)
συμβαλλομάχος: -ον, «μάχιμος πρὸς φιλονεικίαν» Ἐτυμ. Γουδ. ἐν λ., Κύριλλ. ἐν Κραμ. Παρισ. Ἀν. τ. 4, σ. 191, 19, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που συμβάλλει, που μετέχει σε διαμάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβάλλω + -μάχος (< μάχομαι)].
Translations
quarrelsome
Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar