συμπλήρωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.
German (Pape)
[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.
Russian (Dvoretsky)
συμπλήρωμα: ατος τό (результат действия)
1 восполнение Plat.;
2 заполнение, переполнение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτι («συμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωση («τέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).