συνδικία

English (LSJ)

ἡ, advocacy, σ. κακή Pl.Lg. 938b; εἰς συνδικίας δημοσίων πραγμάτων CIG2768 (Aphrodisias); συνδικίαι καὶ ἱερατεῖαι IG5(2).516.11 (Lycosura, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das Führen des Processes für Einen, das Beistehen im Processe; κακή, unrechtmäßige Begünstigung einer Partei vor Gericht, Plat. Legg. XI, 938 b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδικία -ας, ἡ [σύνδικος] verdediging.

Russian (Dvoretsky)

συνδῐκία:судебная защита Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐκία: ἡ, συνηγορία, ὑπεράσπισις τῆς δίκης, ξ. κακὴ Πλάτ. Νόμ. 938Β· εἰς συνδικίας δημοσίων πραγμάτων Συλλ. Ἐπιγ. 2768.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύνδικος
νεοελλ.
1. η δίκη ενός ατόμου ή η εκδίκαση της υπόθεσής του μαζί, ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους
2. το αξίωμα και τα καθήκοντα του συνδίκου ή και το χρονικό διάστημα της θητείας του
αρχ.
υπεράσπιση ενός ατόμου ενώπιον δικαστηρίου, συνηγορία.