συνενώνω

Greek Monolingual

συνενῶ, -όω, ΝΜΑ [[ἑνῶ, -ώνω]]
ενώνω, συνδέω, συνάπτω
νεοελλ.
1. οδηγώ σε κοινή δράση ή διάθεση, οδηγώ σε ένωση («τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνενώθηκαν κατά της κυβέρνησης στο θέμα αυτό»)
2. συσσωματώνω, συγκροτώ
αρχ.
(στη γραμματική) σχηματίζω σύνθετο.