συνεξακούω

English (LSJ)

A hear all together at the same time, S.Tr.372; τινων Plu.2.720d.
II understand as implied in a thing, S.E.M.7.241, Eust.769.58, etc.

French (Bailly abrégé)

entendre en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξακούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξακούω mede precies horen.

German (Pape)

(ἀκούω), mit oder zugleich hören; ταῦτα πολλοὶ συνεξήκουον ὡσαύτως ἐμοί, Soph. Tr. 371; und in sp. Prosa, wie Plut.; S.Emp. adv.log. 1.241.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰκούω: (fut. συνεξακούσομαι)
1 слышать вместе: σ. τινί τι Soph. вместе с кем-л. слышать что-л.; σ. τῶν ἔξωθεν ὄντων Plut. слышать (голоса) находящихся снаружи;
2 одновременно угадывать или подразумевать (ἐπί τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰκούω: μέλλ. -ούσομαι, ἀκούω περί τινος πράγματος ὁμοῦ, καὶ ταῦτα πολλοὶ συνεξήκουον ὡσαύτως ἐμοὶ Σοφ. Τρ. 372· τινος Πλούτ. 2. 720D. II. συνυπονοῶ ἐκ τῶν συμφραζομένων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 241· «ὅρα ὅτι ἐν τῷ «παραρρητοὶ ἐπέεσσι’ περιττῶς κεῖνται τὰ ἔπη, ὡς συνεξακουόμενα τῷ παραρρητοὶ» Εὐστ. 769. 58, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. συνεξακουστέον, δεῖ συνεξακούειν, Σχόλ. εἰς Στράβ. σ. 427 Falc.

Greek Monolingual

ΜΑ
υπονοώ κάτι από τα συμφραζόμενα
αρχ.
ακούω με λεπτομέρειες για κάποιον ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («τῶν ἔξωθεν συνεξακούουσιν οἱ ἐντός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξακούω «ακούω από απόσταση, μαθαίνω από άλλους, εννοώ»].

Greek Monotonic

συνεξᾰκούω: μέλ. -ούσομαι, ακούω για κάτι, πληροφορούμαι συνολικά ή ταυτοχρόνως, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ούσομαι
to hear all together, Soph.