συνοχέας

Greek Monolingual

ο / συνοχεύς, -έως, ΝΜΑ συνέχω
νεοελλ.
1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί
2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους του ανθήρα, στον στήμονα του άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών
3. φυσ. φωρατής παλαιού τύπου, η λειτουργία του οποίου στηρίζεται στη μεταβολή της ηλεκτρικής αντίστασης τών ατελών επαφών υπό την επίδραση τών ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
4. τεχνολ. αμφιδέτης
μσν.
γίγγλυμος, στρόφιγγα
μσν.-αρχ.
1. αυτός που συνέχει, που συγκρατεί («τὸν νοερὸν θεὸν τὸν τῶν ἐνύλων καὶ ὑπὸ σελήνην εἰδῶν συνοχέα», Ιουλ.)
2. στον πληθ. οἱ συνοχεῖς
(στους νεοπλατωνικούς) ιδιαίτερη τάξη θεών, προστάτες
αρχ.
αυτός που διατηρεί τη νομιμοφροσύνη τών ανθρώπων που κάνει τους ανθρώπους να είναι νομιμόφρονες («πῶς ἄνθρωπον συνοχέα καὶ ἑνωτικόν;», Ωραπ.).