φωρατής
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
German (Pape)
[Seite 1322] ὁ, der den Dieb auf der Tat ertappt, übh. eine verborgene Sache ausforscht, entdeckt (?).
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που συλλαμβάνει έναν κλέφτη επ' αυτοφώρω
2. αυτός που ανακαλύπτει κρυμμένα αντικείμενα
3. (ραδιοηλεκτρ.) συσκευή ευαίσθητη σε υψίσυχνα ηλεκτρικά ρεύματα, η οποία επιτρέπει την ανίχνευση της παρουσίας ραδιοηλεκτρικών κυμάτων ή ταλαντώσεων και, ενδεχομένως, διαχωρισμό του αρχικού διαμορφωτικού σήματος για εξαγωγή του πληροφοριακού του περιεχομένου
4. φρ. α) «γραμμικός φωρατής»
(ραδιοηλεκτρ.) φωρατής που παράγει συνεχή συνιστώσα ανάλογη προς το εύρος εφαρμοζόμενης σ' αυτόν ημιτονοειδούς ταλάντωσης
β) «τετραγωνικός φωρατής»
(ραδιοηλεκτρ.) φωρατής που παράγει συνεχή συνιστώσα αισθητώς ανάλογη προς το τετράγωνο εφαρμοζόμενης σ' αυτόν ημιτονοειδούς ταλάντωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωρῶ / -ῶμαι. Η λ., ως επιστημον. όρος, αποτελεί απόδοση του γαλλ. detecteur].