συντόμως

English (Woodhouse)

(see also: σύντομος) briefly, concisely, shortly, in a few words, with brevity

English (Strong)

adverb from a derivative of συντέμνω; concisely (briefly): a few words.

English (Thayer)

(συντέμνω) (from Aeschylus, Sophocles, Plato down), adverb, concisely i. e. briefly, in few words: ἀκοῦσαι τίνος, γράψαι, Josephus, contra Apion 1,1; διδάσκειν, ibid. 1,6, 2; (εἰπεῖν, ibid. 2,14, 1; ἐξαγγέλλειν, Mark 16 WH (rejected) 'Shorter Conclusion')); for examples from Greek writings see Passow (or Liddell and Scott) under the word, at the end.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en peu de mots;
2 en peu de temps;
Cp. συντομώτερον ou συντομωτέρως, Sp. συντομώτατα, συντομωτάτως.
Étymologie: σύντομος.

Russian (Dvoretsky)

συντόμως:
1 кратко, сжато, в немногих словах (φημίζειν Aesch.; εἰπεῖν Plat.): ἀκοῦσαί τινος συντόμως NT выслушать чью-л. краткую речь;
2 немедленно, тотчас же, сразу (τύπτειν τινά Soph.);
3 скоро, быстро (πράττεσθαί τι Xen.; σήπεσθαι Arst.).

Spanish

intensamente

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βλ. σύντομος.

Chinese

原文音譯:suntÒmwj 尋-拖摩士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:共同-切 正如
字義溯源:簡明地,簡要地,概括地,迅速地;源自(συντέμνω)=速速完結),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τομός)=更鋒利)組成,而 (τομός)出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 簡要地(1) 徒24:4

Translations

concisely

Catalan: concisament; Finnish: ytimekkäästi, lyhytsanaisesti; French: concisément; Galician: concisamente; Greek: περιληπτικά, συνοπτικά; Ancient Greek: ἀγκύλως, συγκεκομμένως, συνελόντι, συντετμημένως, συντόμως; Italian: concisamente, brevemente, succintamente, chiaramente, puntualmente, sinteticamente; Latin: astricte; Portuguese: concisamente; Russian: кратко, сжато, лаконично, ёмко; Spanish: concisamente; Swedish: koncist

briefly

Assamese Central: চমুকে, চুটিকে; Eastern: চমুকৈ, চুটিকৈ; Bulgarian: накратко; Catalan: breument; Esperanto: mallonge; Finnish: lyhyesti; French: brièvement, concisément; Galician: brevemente; German: kurz; Greek: εν συντομία, συνοπτικά, με λίγα λόγια, με δυο λόγια; Ancient Greek: ἁπλῷ λόγῳ, βραχέως, ἐν βραχεῖ, ἑνὶ ἔπει, ἐνὶ λόγῳ, ἐπιτετμημένως, λακωνικῶς, Λακωνικῶς, παρακεκομμένως, συνελόντι, συντόμως, συστρόφως, ὡς ἁπλῷ λόγῳ, ὡς εἰπεῖν λόγῳ; Hungarian: röviden; Italian: concisamente, brevemente; Latin: brevi, astricte; Malayalam: ചുരുക്കം, ചുരുക്കത്തിൽ; Polish: pokrótce; Russian: кратко, коротко, вкратце; Sorbian Lower Sorbian: krotko; Spanish: concisamente, brevemente; Urdu: ⁧مُخْتَصَراً⁩