συσσώρευση
Greek Monolingual
η, Ν
1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος, σχηματισμός σωρού από πολλά πράγματα ή από μικρότερους σωρούς
2. βιολ. διαδικασία με την οποία η συγκέντρωση ορισμένων ουσιών στο περιβάλλον, η οποία είναι κατά κανόνα μικρή, αυξάνεται κατά τα διαδοχικά στάδια τών τροφικών αλυσίδων
3. μτφ. συνάθροιση («συσσώρευση επιχειρημάτων»)
4. φρ. α) «συσσώρευση κεφαλαίου»
(οικον.) η διαδικασία με την οποία ένα μέρος του εθνικού εισοδήματος επενδύεται για ενίσχυση του κεφαλαίου
β) «σημείο συσσώρευσης»
μαθημ. σημείο προς το οποίο τείνουν τα σημεία μιας τουλάχιστον απέραντης ακολουθίας η οποία λαμβάνεται από το θεωρούμενο σύνολο
γ) «βαθμός συσσώρευσης»
βιολ. μέτρο βιολογικής συγκέντρωσης βαρέων μετάλλων ή μη μεταλλικών στοιχείων στα φυτά, το οποίο εκφράζεται ως το επί τοις εκατό πηλίκο της συγκέντρωσης τών στοιχείων αυτών στα φυτά που απαντούν σε μολυσμένα εδάφη προς αυτήν τών φυτών που απαντούν σε μη μολυσμένα εδάφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωρεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσώρευσις, μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα].