σφουγγίζω
Greek Monolingual
και σπογγίζω ΝΜΑ, και σφογγίζω ΝΜ
1. καθαρίζω μια επιφάνεια με σφουγγάρι, με σπόγγο
2. καθαρίζω ακαθαρσία ή υγρασία (α. «σφούγισε τα χείλια σου!» β. «να σφουγγιστείς καλά στην πλάτη με την πετσέτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπογγίζω (για την εναλλαγή π/φ πρβλ σπόγγος / σφόγγος) με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].