σχεδιογράφημα

Greek Monolingual

και σχεδιαγράφημα, το, Ν
το αποτέλεσμα του σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράφημα (< -γραφώ < -γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά, ενώ ο τ. σχεδιαγράφημα από το 1838 στον Μ. Σχινά].