σχεδιάγραμμα

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

το, Ν
1. απεικόνιση, με προβολή, ενός αντικειμένου πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, πλάνοσχεδιάγραμμα πλατείας»)
2. αρχική διατύπωση, σε γενικές γραμμές, ενός κειμένου που υπόκειται σε μεταβολές ή διορθώσεις, σχέδιο («το σχεδιάγραμμα της έκθεσης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό-γραμμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].