και σχεδιαγραφώ Ναπεικονίζω διάφορα αντικείμενα με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράφω (< -γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου].