σχετίζω
Greek Monolingual
Ν
1. συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ («δεν μπορείς να σχετίσεις την τωρινή συμπεριφορά του με αυτό που συνέβη μεταξύ σας πριν από δέκα χρόνια»)
2. παρομοιάζω, συγκρίνω
3. μέσ. σχετίζομαι
α) διατηρώ σχέσεις με κάποιον
β) συνδέομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχετ-ικός. Το ρ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ἑλληνικά Χρονικά].