σχημάτισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, configuration, Arist.HA537a26, Epicur.Ep.1p.7U., Plot.4.4.34, Iamb.in Nic.p.61 P., Procl.Par. Ptol.4.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, = Folgdm, Arist. H. A. 4, 10.

Russian (Dvoretsky)

σχημάτισις: εως (ᾰ) ἡ очертания, форма (τῆς ἄμμου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σχημάτῐσις: [ᾰ], ἡ, ἀποτέλεσις σχήματος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 10, 9, Ἰαμβλ.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α σχηματίζω
η αποτέλεση σχήματος, σχηματοποίηση.

Translations

configuration

Armenian: փոխդասավորութուն, ուրվագիծ; Bulgarian: конфигурация; Catalan: configuració; Chinese Mandarin: 編排/编排, 配置, 佈局/布局; Esperanto: agordo; Estonian: asetus; Finnish: rakenne; French: configuration; German: Konfiguration; Greek: διαμόρφωση, διάταξη, σχήμα, σχηματισμός, διαρρύθμιση; Ancient Greek: διατύπωσις, συμμαρτυρία, συσχηματισμός, σχῆμα, σχημάτισις, σχηματισμός, σχηματοποιΐα, σχηματουργία; Icelandic: stilling; Indonesian: konfigurasi; Irish: imchruth; Italian: configurazione; Japanese: 構成, 配置, 設定, コンフィギュレーション; Malay: tatarajah, tatabentuk; Norman: confidguthâtion; Norwegian Bokmål: konfigurasjon; Nynorsk: konfigurasjon; Polish: konfiguracja; Portuguese: configuração; Romanian: configurație, dispunere, configurare; Russian: конфигурация; Spanish: configuración; Swedish: konfiguration, konfigurering, inställning; Ukrainian: конфігурація; Vietnamese: cấu hình