σύρδην

English (LSJ)

Adv., (σύρω)
A dragging, in a long line, Βαβυλὼν.. πάμμικτον ὄχλον πέμπει σ. A.Pers.54 (anap.).
II as if dragged along, violently, σ. ἅπαντα.. ἀναλῶσαι δορί E Rh.58; τοῦ κονιορτοῦ σ. ἁπανταχόθεν ἐμπίπτοντος Aristid.Or.51(27).9.

German (Pape)

[Seite 1040] adv., fortziehend, schleppend, zugweise, mit Ungestüm; ὄχλον πέμπει σύρδην, Aesch. Pers. 54; Eur. Rhes. 58.

French (Bailly abrégé)

adv.
en bandes traînantes, en longues colonnes.
Étymologie: σύρω, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρδην [σύρω] adv., in een lange kolonne.

Russian (Dvoretsky)

σύρδην: adv. σύρω
1 непрерывными рядами, друг за другом (ὄχλον πέμπειν Aesch.);
2 сплошь, до основания (ἅπαντα ἀναλῶσαι Eur.).

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με βίαιο τρόπο
αρχ.
σε μακρά σειρά ή, κατ' άλλους, μαζί («Βαβυλὼν... πάμμεικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην, φύρδην)].

Greek Monotonic

σύρδην: επίρρ. (σύρω), συρτά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σύρδην: Ἐπίρρ. (σύρω) ἐν μακρᾷ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, Λατ. tractim ἢ agmine longo, Βαβυλών... πάμμικτον ὄχλον πέμπει σ. Αἰσχύλ Πέρσ. 54, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὁμοῦ». ΙΙ. ὥσπερ συρόμενος μακράν, βιαίως, σφοδρῶς, Νικήτ. Χρόν. 119C· ― Τὸ ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 58, σ. ἅπαντα... ἀναλῶσαι δορί, πρέπει νὰ ἔχῃ ὁμοίαν σημασίαν, ἐκτὸς ἐὰν τὸ φύρδην εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 812.

Middle Liddell

σύρω
dragging, in a long line, Aesch.