τανύπλεκτος

English (LSJ)

τανύπλεκτον, in long plaits, μίτραι AP7.473 (Aristodic.); ἕρκος Opp.H.1.33.

German (Pape)

[Seite 1067] lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu ; aux longues tresses, aux longues nattes ; aux longs plis.
Étymologie: τανύω, πλέκω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλεκτος: высоко плетеный, т. е. высокий (μίτρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον, ἐκ μακρῶν πλεγμάτων ἀποτελούμενος, μέτρα Ἀνθ. Π. 7. 473· ἕρκος Ὀππ. Ἁλ. 1. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔπλεκτος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλεκτος: [ῠ], -ον (τανύω), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰνύ-˘πλεκτος, ον, τανύω
in long plaits, Anth.