ταχυμάχης

English (LSJ)

[μᾰ], ον, quick to the fray, Hsch. s.v. ὠκυβόας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ο επιρρεπής σε διαμάχη, σε φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μάχης (< μάχη), πρβλ. εὐθυμάχης].