ταώς

English (LSJ)

or ταῶς, ὁ, Ar.Av.102,269, Arist.HA488b24, al.; gen. ταώ or
A ταῶ Alex.100.14, Inscr.Délos 290.4 (iii B.C.); acc. ταών or ταῶν Eup. 36: pl., nom. ταῴ Arist.HA564a31; ταοί Menodot. ap. Ath.14.655a; gen. ταῶν Antiph.205; acc. ταώς or ταῶς Id.175.5:—but also nom. ταών Aesop.397b; gen. ταῶνος Arist.HA559b29, Gal.6.701, Gp.14.7.28; dat. ταῶνι Ar.Av.884: pl., nom. ταῶνες v.l. in Arist.HA564a31; gen. ταώνων LXX 3 Ki.10.22; dat. ταῶσι Ar.Ach.63; acc. ταῶνας Com.Adesp.59, Plu.Per.13:—the form ταός is non-existent acc. to Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.284 H.:—peacock, Pavo cristatus, ll. cc.: metaph. of coxcombs, Ar.Ach. l.c., cf. Stratt.27, Luc.Nigr. 13.
II name of a gem, Plin.HN37.187.
III name of a fish, Philostr.VA3.1. (Acc. to Tryphoap.Ath.9.397e, the Athenians pronounced it with an aspirate, ταὧς λέγουσιν Ἀθηναῖοι τὴν τελευταίαν συλλαβὴν περισπῶντες καὶ δασύνοντες; the bird was a native of India (ταῶς ἐξ Ἰνδίας Luc. Nav.23); hence ταὧς and Lat. pavus, pavo, perhaps also Hebr. tukkîyîm 'peacocks', may be borrowed from the same oriental source.)

French (Bailly abrégé)

ώ (ὁ) :
paon, oiseau.
Étymologie: cf. ταών.

 
A peacock.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ταώς, και αττ. τ. ταώς, και ταών, Α
γένος ορνιθόμορφων μεγαλόσωμων πτηνών με λαμπερό πτέρωμα, κν. σήμερα παγώνι
νεοελλ.
ως κύριο όν. Ταώς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται πολύ κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο
αρχ.
1. είδος πολύτιμου λίθου
2. ονομασία είδους ψαριών
3. μτφ. (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, δεδομένου ότι και το πουλί ταώς «παγώνι» εισήχθη στην Ελλάδα από την Ινδία μέσω της Περσίας. Παράλληλο δάνειο, εξάλλου, θεωρήθηκε και το λατ. pāvō. Κατ' άλλους, όμως, τόσο το ελλ. ταώς όσο και το λατ. pāvō εμφανίζουν δυσερμήνευτα αρκτικά τ- και p- και γι' αυτό υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για ονοματοποιημένες λ. Η άποψη αυτή, πάντως, δεν θεωρείται ικανοποιητική, ενώ η πρώτη ενισχύεται και από τον τ. toghai της γλώσσας Τάμιλ. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και ένα είδος ψαριού, το οποίο, λόγω της ποικιλίας τών χρωμάτων του, θυμίζει το παγώνι].

Greek Monotonic

ταώς: ή ταῶς (μερικές φορές γραφόμενο ταὧς), ὁ· γεν. ταώ ή ταῶ· αιτ. ταών ή ταῶν· πληθ., ονομ. ταῴ ή ταῷ· γεν. ταῶν· αιτ. ταώς ή ταῶς· αλλά επίσης (όπως από ονομ. ταών), δοτ. πληθ. ταῶσι, αιτ. ταῶνας· παγώνι, Λατ. pavo, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για τους αλαζόνες ανθρώπους, στον ίδ.

German (Pape)

ὁ, gen. ταώ, acc. ταών, plur. ταῴ, auch ταοί, aber auch, bes. in den cass. obl., ταών, ῶνος, plur. ταῶνες, zusammengezogen ταῶς; der Pfau; Ar. Av. 102, Ach. 63; com. bei Ath. XIV.654e; und in Prosa, Arist. H.A. 6.9; ταῶνες Opp. Cyn. 2.589. Nach Ath. IX.397e sprachen die Attiker das Wort mit zirkumflektierter und aspirierter Endsilbe ταὧς, durch diese gezwungene Aussprache die unangenehme Stimme des Vogels nachahmend; vgl. pavo.

Russian (Dvoretsky)

ταώς: ώ ὁ Arst. = ταῶν.

Middle Liddell

a peacock, Lat. pavo, Ar., etc.: metaph. of coxcombs, Ar.

Frisk Etymology German

ταώς: {taṓs}
Forms: att. ταὧς (nach Trypho ap. Ath. 9, 397e; zur inneren Aspiration Schwyzer 219), auch ταών, Gen. ταώ (ταὧ), ταῶνος usw.
Meaning: Pfau (att. Kom., Antiph., Arist., hell. u. sp.), auch als Fischname (Philostr.; wegen der Farbe, Strömberg 119).
Derivative: Davon ταών-(ε)ιος vom Pfau (Luk.), -ικός pfauenfarbig (Alex. Aphr.), ταΐτης m. N. eines Steins = πάγρους (Kyran.; Redard 62).
Etymology: Samt lat. pāvō, pāvus aus unbekannter orientalischer Quelle (vgl. tamil toghai?). Zur Geschichte usw. des Pfaus Schrader-Nehring Reallex. 2, 163f., zum Namen auch W.-Hofmann s. v. Aus dem Lat. ahd. pfāwo u. andere europ. Formen. Über orientalische Ableger von ταώς s. Spies IF 62, 202 m. Lit.
Page 2,862

Mantoulidis Etymological

ὁ (=τό παγώνι). Ἡ προέλευσή του εἶναι ἀνατολική.

Translations

peacock

Abkhaz: аԥсаркәты, аҳ икәты, ататашь; Afrikaans: pou; Albanian: pallua; Amharic: ጣዎስ; Arabic: طَاوُوس‎; Egyptian Arabic: طاووس‎; Moroccan Arabic: طاووس‎, طاوس‎; Aramaic: טַוסָא‎; Classical Syriac: ܛܘܣܐ‎; Armenian: սիրամարգ; Aromanian: pãun, piunar, pionel; Assamese: ম'ৰা, মৈৰা, ময়ূৰ; Asturian: pavu; Azerbaijani: tovuz; Bashkir: тауис; Basque: pauma; Belarusian: паўлі́н, пава; Bengali: ময়ূর; Breton: paun; Bulgarian: паун; Burmese: ဒေါင်း; Catalan: paó; Chinese Cantonese: 孔雀; Mandarin: 孔雀; Min Nan: 孔雀; Classical Tibetan: རྨ་བྱ; Czech: páv, pávice; Danish: påfugl; Dutch: pauw; Esperanto: pavo; Estonian: paabulind; Faroese: páfuglur; Finnish: riikinkukko; French: paon, paonne; Friulian: pavon; Galician: pavón; Georgian: ფარშევანგი, ფარშავანგი; Old Georgian: ფარშამანგი; German: Pfau, Pfauhahn; Greek: παγώνι; Ancient Greek: ταώς, ταῶς, ταών; Gujarati: મોર; Hawaiian: pīkake; Hebrew: טווס / טַוָּס‎; Hindi: मोर, मयूर; Hungarian: páva; Icelandic: páfugl; Ido: pavono; Indonesian: merak jantan, merak; Irish: péacóg; Italian: pavone; Japanese: 孔雀, ピーコック; Javanese: merak; Kannada: ನವಿಲು, ಮಯೂರ, ಕೇಕಿ; Kazakh: тауыс; Khmer: ក្ងោក, មយូរ, មោរៈ, មយូរី; Korean: 공작(孔雀); Kumyk: тотукъуш, тотуркъуш, тавус; Kurdish Northern Kurdish: tawis, tawûs; Kyrgyz: тоос, павлин; Ladin: pavon; Lao: ຍູງ, ກຸໂງກ, ມະຍູຣະ, ມະຍູລະ, ສິຂິ; Latin: pavo; Latvian: pāvs; Lithuanian: povas; Lombard: pavon; Luxembourgish: Pohunn; Lü: ᦷᦓᧅᦍᦳᧂ; Macedonian: паун; Malay: merak; Malayalam: മയിൽ; Maltese: pagun, tawes; Manchu: ᡨᠣᠵᡳᠨ; Manx: kellagh eairkagh, peacock, kellagh aalin; Maori: pīkake; Marathi: मोर; Mongolian Cyrillic: тогос; Mongolian: ᠲᠣᠭ᠋ᠤᠰ᠋; Nepali: मुजुर, मयूर; Newar: म्ह्य्‌खा; Norman: paon; Northern Sami: pávvuonccis; Norwegian Bokmål: påfugl; Nynorsk: påfugl; Occitan: pavon; Old East Slavic: павъ; Old English: pāwa; Old Javanese: mrak; Old Norse: pái; Oriya: ମୟୂର; Pali: mora, mayūra; Papiamentu: pòwis; Pashto: طاووس‎, تاووس‎, ميور‎, کښېدی‎; Persian: طاووس‎; Piedmontese: pavon; Polish: paw, pawica; Portuguese: pavão real, pavão; Punjabi: ਮੋਰ; Romani: pavuno; Romanian: păun; Romansch: pavun; Russian: павлин, пава; Sanskrit: मयूर, मयूरी; Sardinian: baboni, pavone, pavoni, paoni, poni, paboni, paone; Scottish Gaelic: peucag; Serbo-Croatian Cyrillic: па̏ӯн; Roman: pȁūn; Shan: ၼူၵ်ႉယုင်း; Sindhi: मोर; Slovak: páv, pávica; Slovene: pav; Sorbian Lower Sorbian: paw, pawa; Upper Sorbian: paw; Southern Altai: тооды куш, алтын-тогус, тогус; Spanish: pavo real, pavorreal; Swahili: tausi; Swedish: påfågel; Tabasaran: тӏавус; Tagalog: paboreal; Tajik: товус; Tamil: மயில், ஞமலி, தோகை; Tatar: тавис; Telugu: నెమలి; Thai: นกยูง, ยูง, มยูร, มยุรา, มยุรี; Tibetan: རྨ་བྱ; Tigrinya: ጣውስ; Turkish: tavus kuşu, tavus; Turkmen: tawus; Ukrainian: павич, пава, павичка; Urdu: مور‎; Uyghur: توز‎; Uzbek: tovuq, tovus; Venetian: paón; Vietnamese: công; Volapük: paf; Welsh: paun; West Frisian: pau; Yiddish: פּאַווע‎; Zhuang: gungjcoz, roeggungjcoz